- ψύλλος
- ο1. το έντομο ψύλλος.2. φρ., «Γυρεύεις ψύλλους στ' άχυρα», άδικα κουράζεσαι αναζητώντας πράγματα που δεν είναι δυνατό να βρεθούν.3. φρ., «Mου μπήκανε ψύλλοι στ' αυτιά», υποψιάστηκα κάτι κακό.4. φρ., «για ψύλλου πήδημα», για ασήμαντη αφορμή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.